- προμεταλλαγή
- προμεταλλαγήearlier deathfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμεταλλαγή — ἡ, Α [μεταλλαγή] μτφ. ο πρόωρος θάνατος … Dictionary of Greek